Burn out

Ο αγγλικός όρος burnout, επαγγελματική εξουθένωση στα ελληνικά, αναφέρεται στο φαινόμενο που περιγράφει την συναισθηματική και σωματική εξάντληση στον εργασιακό χώρο. Τα τελευταία χρόνια, ο όρος ακούγεται και συζητιέται συστηματικά, ενώ η χρήση του έχει επεκταθεί και σε άλλες καταστάσεις πέρα από τον χώρο της εργασίας, όπως, για παράδειγμα, η γονεϊκή εξουθένωση (parental burnout), σύνδρομο που περιγράφει τη συναισθηματική εξάντληση των γονέων.

Ειδικότερα, ο προαναφερθείς όρος εισήχθη για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970 από τον ψυχαναλυτή Herbert Freudenberger, ο οποίος εργαζόταν σε μια κλινική με τοξικομανείς ασθενείς στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Κάποια στιγμή, συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος αδυνατούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, βίωνε με δυσκολία το γεγονός ότι έπρεπε να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις και ότι είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει την εργασία του με έντονο κυνισμό. Μέσα από την «αυτο-ανάλυσή του», κατανόησε ότι αντιμετώπιζε τα συμπτώματα της εξουθένωσης και, έτσι, σταδιακά έδωσε όνομα και μορφή σε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως burnout. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να αποδώσει την εξάντληση που βιώνουν οι επαγγελματίες, οι οποίοι υπέφεραν από «τοξικές δυνάμεις», όπως η υπερβολική εργασία και η υπερβολική αφοσίωση, χρησιμοποίησε τον όρο που οι ίδιοι/ες οι ασθενείς χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν την καταστροφή τους από τις ουσίες. Όρισε, επομένως, το burnout ως «μια κατάσταση χρόνιας κούρασης, κατάθλιψης και απογοήτευσης, που προκαλείται από την αφοσίωση σε μια υπόθεση, έναν τρόπο ζωής ή μια σχέση, η οποία αποτυγχάνει να αποδώσει τις αναμενόμενες ανταμοιβές και, τελικά, οδηγεί σε μείωση της εμπλοκής στην εργασία» (Freudenberger, 1974). Για τον Freudenberger, το burnout σημαίνει «να καείς από μέσα, να καταναλωθείς». Όπως εξηγεί ο ίδιος: «Ως ψυχαναλυτής και επαγγελματίας, συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι είναι μερικές φορές θύματα πυρκαγιών, όπως τα κτίρια. Υπό την πίεση που παράγεται από τη ζωή στον σύνθετο κόσμο μας, οι εσωτερικοί τους πόροι καταναλώνονται, σαν να βρίσκονται υπό την επίδραση φωτιάς, αφήνοντας πίσω τους ένα τεράστιο κενό, ακόμα κι αν το εξωτερικό περίβλημα φαίνεται περισσότερο ή λιγότερο άθικτο».

Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και η επαγγελματική εξουθένωση δεν έχει συμπεριληφθεί ακόμη στο γνωστό Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την έχει εντάξει στην 11η αναθεώρηση της διεθνούς ταξινόμησης νοσημάτων (ICD-11), χαρακτηρίζοντάς την ως φαινόμενο συνδεδεμένο αποκλειστικά με τον επαγγελματικό χώρο. Τα συμπτώματά της, λοιπόν, έχουν αναγνωριστεί και μελετηθεί τόσο μέσα από την κλινική εμπειρία όσο και μέσα από σχετικές έρευνες. Αρχικά, έχει διαπιστωθεί ότι τα συμπτώματα δεν είναι ίδια για όλους/ες/α, υπάρχουν όμως ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία έχουν καταγραφεί. Ανάμεσα σε αυτά, η σωματική και συναισθηματική εξουθένωση είναι από τα πιο συχνά. Το burnout εκδηλώνεται με αίσθημα διαρκούς κούρασης, πονοκεφάλους, άγχος και ενοχές. Περαιτέρω, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι, ακόμα κι αν τα άτομα πάρουν χρόνο για να ξεκουραστούν, δυσκολεύονται να επανέλθουν, καθώς το σώμα χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να επιστρέψει σε μια κατάσταση όπου δεν αισθάνεται «κουρασμένο». Για τον λόγο αυτό, στη σύγχρονη βιβλιογραφία το burnout συχνά περιγράφεται ως ένα σύνδρομο που συνδέεται με παρατεταμένο στρες, συνοδευόμενο από δυσκολία επαναφοράς του ατόμου σε φυσιολογικά επίπεδα λειτουργίας.

Παράλληλα με τη σωματική και συναισθηματική εξουθένωση, ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η «αποπροσωποποίηση» (depersonalization) η οποία εκδηλώνεται με κυνισμό, συναισθηματική αποστασιοποίηση και, συχνά, με απουσίες από την εργασία. Επίσης, η εξουθένωση συνδέεται με την απώλεια νοήματος, η οποία ξεκινά από την εργασία, ωστόσο, μπορεί να επεκταθεί στη ζωή του ατόμου γενικότερα. Με αυτόν τον τρόπο, η επαγγελματική εξουθένωση όχι μόνο καθιστά την επαγγελματική πραγματικότητα αφόρητη, αλλά παράλληλα επηρεάζει αρνητικά και την καθημερινότητα των ατόμων, ξεπερνώντας τα όρια του εργασιακού τομέα.

Η επαγγελματική εξουθένωση έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται όλο και πιο συχνά και πλήθος ανθρώπων σε όλο τον κόσμο αναγκάζονται να λάβουν αναρρωτικές άδειες. Αυτό οδήγησε σε αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον όπου οι ερευνητές/ριες κυρίως στον τομέα της ψυχολογίας, αλλά και από άλλους επιστημονικούς κλάδους, άρχισαν να μελετούν εντατικά το φαινόμενο. Η επιστημονική έρευνα λοιπόν, έχει επικεντρωθεί στη δημιουργία μοντέλων που είτε στοχεύουν στην πρόληψη της εμφάνισης του συνδρόμου είτε στην παρέμβαση μετά την εκδήλωσή του. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην βιβλιογραφία το burnout συνδέεται με παρατεταμένο στρες, και έτσι μέσα από τις μελέτες έχουν αναπτυχθεί μοντέλα που επικεντρώνονται στη διαχείριση του άγχους. Αυτά τα μοντέλα χρησιμοποιούν είτε ήδη υπάρχουσες τεχνικές για το άγχος, όπως η τεχνική της ενσυνειδητότητας (mindfulness) είτε άλλες μεθόδους όπως αυτή των διατάσεων(stretching). Για παράδειγμα μία έρευνα των Montero-Marín και συνεργατών (2013) χρησιμοποίησε τις διατάσεις ως τεχνική για την αντιμετώπιση του συνδρόμου και κατάφεραν να παρουσιάσουν στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα.

Ο ψυχαναλυτής Vanheule μελετά το burnout εδώ και πολλά χρόνια από ψυχαναλυτική-λακανική οπτική. Το 2005, μαζί με τον κλινικό ψυχολόγο Paul Verhaeghe, διεξήγαγαν μια έρευνα που εξετάζει τις επαγγελματικές εμπειρίες μιας ομάδας εξουθενωμένων επαγγελματιών. Σκοπός τους ήταν να αναλύσουν τη δυναμική φύση των διαπροσωπικών εμπειριών και τη σχέση αυτών των εμπειριών με την υποκειμενική ταυτότητα. Το θεωρητικό πλαίσιο που χρησιμοποίησαν περιλάμβανε κυρίως ορισμένες λακανικές έννοιες για την ταυτότητα (σε σχέση με το «σχήμα των δύο καθρεφτών» του Λακάν) και τη λακανική θεωρία της διυποκειμενικότητας(intersubjectivity). Χωρίς να επεκταθούμε στο συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο, καθώς απαιτεί αρκετό χρόνο και μελάνι, θα παρουσιάσω με πολύ απλά και σύντομα λόγια τα αποτελέσματα της έρευνάς τους. Τα αποτελέσματα λοιπόν, έδειξαν τρεις κατηγορίες εργαζομένων: Στην πρώτη ομάδα, τα άτομα βιώνουν έντονη πίεση να ανταποκριθούν σε υψηλά πρότυπα, συχνά αυτοκαταπιέζονται και δυσκολεύονται να θέσουν όρια στη δουλειά τους. Αισθάνονται πως ό,τι κάνουν δεν είναι ποτέ αρκετό και τείνουν να αυτοκατηγορούνται. Στη δεύτερη ομάδα, τα άτομα βιώνουν αίσθηση απώλειας νοήματος στη δουλειά τους, σαν να έχουν χάσει ένα σημαντικό κομμάτι της ταυτότητάς τους. Αυτό οδηγεί σε σύγχυση, αίσθηση ματαιότητας και συχνά νιώθουν ότι οι άλλοι γύρω τους είναι εχθρικοί ή απειλητικοί. Στην τρίτη ομάδα, τα άτομα αποσύρονται από τις αλληλεπιδράσεις, αποφεύγουν τις συγκρούσεις και δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Ο λόγος τους γίνεται φτωχός και ασαφής, καθώς δυσκολεύονται να επεξεργαστούν τις εμπειρίες τους.(Vanheule et al., 2005)

Σε μια άλλη έρευνα  το 2003, ο Vanheule, μαζί με τους συνεργάτες του, μελέτησε την επαγγελματική εξουθένωση, εστιάζοντας στις δυναμικές των σχέσεων στον εργασιακό χώρο. Βασίστηκαν στο θεωρητικό μοντέλο του σκλάβου-δούλου του Hegel, όπως επανερμηνεύτηκε από τον Lacan, χρησιμοποιώντας ως δείγμα εκπαιδευτές που είτε βίωναν burnout είτε όχι. Εδώ τα αποτελέσματα έδειξαν 3 τύπους αντιδράσεων : Στην πρώτη κατηγορία (υψηλή βαθμολογία εξουθένωσης ), το άτομο εκδηλώνει εχθρότητα και απογοήτευση, κατηγορώντας τους άλλους/ες/α για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, προκαλώντας σύγκρουση. Στη δεύτερη κατηγορία (υψηλή βαθμολογία εξουθένωσης), το άτομο προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες των άλλων και συχνά νιώθει ότι η δουλειά του/ης το καταβάλλει, πιστεύοντας ότι δεν κάνει ποτέ αρκετά. Στην τρίτη κατηγορία (χαμηλή βαθμολογία εξουθένωσης), το άτομο διατηρεί μια πιο στρατηγική και αναλυτική προσέγγιση, αναγνωρίζοντας τις ευθύνες του και εστιάζοντας στην επίλυση προβλημάτων χωρίς να επηρεάζεται από την εξουσία ή την εικόνα του στους άλλους.(Vanheule et al., 2003)

Τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων ερευνών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, καθώς, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι οι μελετητές, αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Στην πρώτη έρευνα, αντί να μελετούν την εξουθένωση ως ένα ενιαίο φαινόμενο, αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν διαφορετικοί δυναμικοί τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι την βιώνουν. Στην δεύτερη έρευνα υπογραμμίζεται ότι το άγχος και η εξουθένωση βρίσκονται  σε ένα διαυποκειμενικό ή διαπροσωπικό πλαίσιο, δηλαδή, κοινωνικό. Τα ευρήματα των παραπάνω ερευνών φωτίζουν και αναδεικνύουν το γεγονός ότι η επαγγελματική εξουθένωση δεν είναι απλώς ζήτημα ψυχολογικής αντοχής ή προσαρμοστικότητας του/της εργαζομένου/ης (δηλαδή, το κατά πόσο μπορεί να διαχειριστεί το άγχος του), αλλά συνδέεται και με τις δυναμικές των σχέσεων στον εργασιακό χώρο. Παράλληλα, εγείρουν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την αντιμετώπιση της επαγγελματικής εξουθένωσης. Πιστεύω ότι υποδεικνύουν την ανάγκη να απομακρυνθούμε από μια καθαρά γνωστική-συμπεριφορική προσέγγιση, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ενθάρρυνση του/της εργαζομένου/ης να «προσαρμοστεί» στην εργασιακή κατάσταση. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης δεν αποτελεί αποκλειστικά προσωπικό ζήτημα του ατόμου, αλλά εντάσσεται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον το οποίο διαμορφώνεται από τις δυναμικές και τις σχέσεις που αναπτύσσονται εκεί. Έτσι, αναδεικνύεται η σημασία της κοινωνικής διάστασης του φαινομένου.

Παρατηρείται ότι στη σύγχρονη κοινωνία, τείνουμε έντονα να αποδίδουμε τα προβλήματα που βιώνει ένα άτομο αποκλειστικά στο ίδιο άτομο. Για παράδειγμα, κάποιος/α/ο που υποφέρει ψυχολογικά θεωρείται αμέσως ότι έχει την αιτία των προβλημάτων του/ης μέσα του/της. Αν δεν είναι στον τρόπο λειτουργίας ή συμπεριφοράς του/της, τότε πρέπει να είναι ο εγκέφαλος ή τα γονίδια. Αυτή η τάση οδηγεί σε περιορισμό της σκέψης, καθώς αγνοεί πολλούς άλλους παράγοντες, όπως τα πρότυπα αλληλεπίδρασης με τους άλλους, τις κοινωνικές προσδοκίες ή τον τρόπο οργάνωσης της ζωής και της εργασίας σε πιο συλλογικό επίπεδο. Αναμφίβολα, οι ψυχολογικοί παράγοντες και υπάρχουν και παίζουν ρόλο – δεν εμφανίζουν όλοι οι εργαζόμενοι burnout. Υπάρχουν ατομικές διαφορές οι οποίες επηρεάζουν τα βιώματα. Ωστόσο, όταν προσεγγίζουμε την εξουθένωση αποκλειστικά ψυχολογικά(- ατομικά), καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι τα προβλήματα οφείλονται αποκλειστικά σε σταθερούς παράγοντες εντός του ατόμου. Ίσως, όμως, το ζήτημα να είναι πιο πολύπλοκο.

Βιβλιογραφία

Montero-Marín J, Asún S, Estrada-Marcén N, Romero R, Asún R. Effectiveness of a stretching program on anxiety levels of workers in a logistic platform: a randomized controlled study. Aten Primaria. 2013; 45(7): 376–383

Freudenberger, H. J. (1974). Staff burn‐out. Journal of Social Issues, 30(1), 159–165. https://doi.org/10.1111/j.1540-4560.1974.tb00706.x

Vanheule, S., & Verhaeghe, P. (2005). Professional burnout in the mirror: A qualitative study from a Lacanian perspective

Vanheule, S., Lievrouw, A., & Verhaeghe, P. (2003). Burnout and intersubjectivity: A psychoanalytical study from a Lacanian perspective

Similar Posts

  • Ανάμεσα στο τέλειο και στο αληθινό: Ο ρόλος της θεραπείας

    Τσάμπα δράμα Όπως με τις δραματικές σχολέςπου ’χουν όριο ηλικίας αυστηρό στα 25κι έπειτα, δεν πα να χτυπιέσαι, δε σ’ αφήνουνε να μπεις,έτσι έπρεπε να συμβαίνει και με τους ψυχαναλυτέςΆμα έχεις περάσει τα 25, να μη σε δέχονται, να σου λένε κατάμουτρα:«είσαι τελειωμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, βγάλε άκρη μόνος σου».Ν’ αρκούνται μόνο να σου δώσουν…

  • Adieu Lacan!

    Adieu Lacan! Θεωρείται ότι η ψυχανάλυση και ο κινηματογράφος μοιράζονται πολλά κοινά με πρώτο απ’ όλα την ίδια ημερομηνία γέννησης (1895). Και τα δύο βασίζονται στην αφήγηση, ενώ κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι οι ταινίες λειτουργούν όπως τα όνειρα—οργανώνουν την ασυνείδητη απόλαυσή και προσφέρουν αφηγήσεις που καθοδηγούν την επιθυμία ή και καθοδηγούνται από αυτήν. Το Adieu…

  • Το καινούργιο άδειο –

    η θέση της τεχνητής νοημοσύνης στο χώρο της ψυχοθεραπείας Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τις ψυχολόγους Δήμητρα Μπότσογλου και Ειρήνη Λαγού … Τούτο το άδειο πληγώνει βαθειά σα να σε απορρίπτει η ζωή που έζησες σαν να μη χάρηκες ποτέ τα δώρα που σου ‘δωσε. Τούτο το άδειο είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ[1]. Κατερίνα…