Adieu Lacan!

Adieu Lacan!
Θεωρείται ότι η ψυχανάλυση και ο κινηματογράφος μοιράζονται πολλά κοινά με πρώτο απ’ όλα την ίδια ημερομηνία γέννησης (1895). Και τα δύο βασίζονται στην αφήγηση, ενώ κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι οι ταινίες λειτουργούν όπως τα όνειρα—οργανώνουν την ασυνείδητη απόλαυσή και προσφέρουν αφηγήσεις που καθοδηγούν την επιθυμία ή και καθοδηγούνται από αυτήν. Το Adieu Lacan είναι μια ταινία που φέρνει ψυχανάλυση και κινηματογράφο ακόμα πιο κοντά καθώς πρόκειται για μια ταινία που μεταφέρει στην οθόνη την ίδια την ψυχαναλυτική διαδικασία.
Η ταινία αφορά την ανάλυση μιας γυναίκας η οποία ταξιδεύει στο Παρίσι με σκοπό να κάνει ψυχανάλυση με τον Lacan. Ξεκινά την ανάλυση της αναζητώντας κατανόηση και συμφιλίωση με την καταγωγή της, αλλά κυρίως για να φωτίσει τους λόγους που η δική της πορεία προς τη μητρότητα είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο.Η ταινία βασίζεται στο θεατρικό έργο Goodbye, Doctor (2008) και στο μυθιστόρημα Lacan’s Parrot (1991/1997),έργα της Betty Milan μιας ψυχίατρου, ψυχαναλύτριας από την Βραζιλία, η οποία είχε αναλυθεί από τον Λακάν τη δεκαετία του 1970.
Τον Jacques Lacan υποδύεται ο David Patrick Kelly και την Seriema η Ismenia Mendes (γνωστή από το Orange Is the New Black). Ο Richard C. Ledes υπογράφει τη σκηνοθεσία της ταινίας, και η ενασχόλησή του με την ψυχανάλυση διαπερνά όλο το έργο. Πρόκειται για ένα έργο που δύσκολα θα μπορούσε να σκηνοθετηθεί χωρίς προσωπική σχέση με το αντικείμενο. Ο τρόπος που προσέγγισε την ταινία αποτυπώνεται καθαρά στα δικά του λόγια:« Είδα τη δραματική σειρά In Treatment, με πρωταγωνιστή τον Gabriel Byrne, η οποία λειτούργησε ως παράδειγμα αυτού που ήθελα να αποφύγω. Αυτό δεν είναι κριτική προς τη σειρά, αλλά συνειδητοποίησα αμέσως ότι η χρήση της κάμερας, που λειτούργησε τόσο καλά για να αφηγηθεί την ιστορία της ψυχοθεραπείας, ήταν εντελώς ακατάλληλη για να αφηγηθεί την ιστορία της ψυχανάλυσης. Το In Treatment γυρίζεται συνεχώς με μια κάμερα παράλληλη στο έδαφος, στο ύψος των ματιών. Η περίπλοκη κινηματογράφηση—η οποία εκτυλίσσεται κυρίως μέσα σε ένα δωμάτιο—αποτελεί ένα από τα κύρια επιτεύγματα της σειράς. Ωστόσο, η ευθυγραμμισμένη κάμερα αντικατοπτρίζει μια θεωρητική αρχή: παρακολουθούμε έναν θεραπευτή που επιδιώκει να διατηρήσει μια ισότιμη και ισορροπημένη σχέση με τον πελάτη του, μέσα σε μια αλληλεπίδραση όπου και οι δύο πλευρές παραμένουν ίσες. Στην ψυχανάλυση—τουλάχιστον στο έργο του Φρόυντ και του Λακάν—ο/η αναλυτής/ρια βρίσκεται στη θέση της αιτίας της επιθυμίας για τoν/την/το αναλυόμενο/η. Πρόκειται για μια εντελώς ασύμμετρη σχέση, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε/οποιοδήποτε είχε γονείς, έναν/μια/ενα φροντιστή ή έχει ερωτευτεί…»
Ο Jacques Lacan (1901-1981), λοιπόν, ήταν ένας Γάλλος ψυχαναλυτής που άφησε βαθύ αποτύπωμα στην ιστορία της ψυχανάλυσης. Ανέπτυξε τη δική του σκέψη και εισήγαγε τεχνικές διαφορετικές από εκείνες των μεταφροϋδικών αναλυτών, θεμελιώνοντας έτσι τη λακανική προσέγγιση. Χωρίς να μπούμε στα σύνθετα θεωρητικά ή τεχνικά θέματα, σκοπός μας εδώ είναι να πλησιάσουμε ορισμένες από τις θεμελιακές ιδέες της ψυχανάλυσης που η ταινία μάς επιτρέπει να δούμε.
Πιο συγκεκριμένα, η ταινία μάς μεταφέρει μέσα στο γραφείο του Lacan όπου ακολουθούμε όλες τις διαδρομές της θεραπείας της Seriema, την αρχή, την μέση, το τέλος, τον θυμό, την οδύνη, τα ερωτήματα, τις αποκαλύψεις, την αναλυση. Ένα από τα σημαντικά επιτεύγματα της ταινίας είναι ότι, παρόλο που το κεντρικό όνομα είναι αυτό του Lacan— εφόσον είναι διανοούμενος και ψυχαναλυτής με τεράστια επίδραση—η ταινία δεν τον τοποθετεί μόνο του στο επίκεντρο. Αντιθέτως, δίνεται έμφαση στην ιστορία της Seriema, στην ίδια την Seriema και στην ανάλυσή της. Έτσι, γίνεται εφικτό ο/η θεατής να παρακολουθήσει όλη την πορεία μιας ψυχαναλυτικής διαδικασίας, ακόμα και αν δεν έχει ο/η/το ίδιος/α/ο προσωπική εμπειρία ψυχανάλυσης ή ψυχαναλυτής θεραπείας.
Στις πρώτες συνεδρίες, η Seriema ρωτάει τον Lacan: «Τι νόημα έχει να μιλάς; Τι νόημα έχει να κλειδώνεις το σπίτι μετά την κλοπή;» εκείνος αποκρίνεται: «Δεν υπάρχει λόγος για να απελπίζεστε. Βρίσκεστε σε ανάλυση.Μπορείτε να επαναεπινοήσετε τη δική σας ιστορία.» Κι έτσι απαντά στην ερώτηση εισάγωντας μία από τις βασικές αρχές της ψυχανάλυσης : την διερεύνηση και την κατανόηση του παρελθόντος. Αυτή η δουλειά θεωρείται απαραίτητη για να ξεφύγει κανείς από επαναλαμβανόμενα μοτίβα που προκαλούν οδύνη, ταραχή και ενδεχομένως συμπτώματα. Στην ψυχανάλυση το παρελθόν δεν αποτελεί απλώς μια αλληλουχία γεγονότων. Είναι βαρύνουσας σημασίας και μετατρέπεται σε έναν χώρο «ανασκαφής» και επανερμηνείας. Το συνοψίζει σε μια ακόμη φράση του: «Όποιος αγνοεί το παρελθόν γίνεται θύμα του, συνεχίζει να το επαναλαμβάνει και δεν μπορεί να επανεφεύρει τη ζωή του.» Αυτή η στενή σχέση της ψυχανάλυσης με το παρελθόν είναι και ένας από τους λόγους(υπάρχουν κι άλλοι) που της έχουν ασκηθεί επικρίσεις – καθώς η εμβάθυνση στα περασμένα χρόνια συχνά εκλαμβάνεται ως «χαμένος χρόνος». Δεν θα επεκταθώ.
Περνώντας σε ένα ακόμα θεμελιώδες στοιχείο της ψυχαναλυτικής διαδικασίας θα πατήσω την παύση στην σκεψη που κάνει, μετά από μια συνεδρία με την Seriema, μόνος του στο γραφείο του: «Οι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους χωρίς να ακούν τον εαυτό τους, με μια ελαττωματική ακοή. Κάποιοι πεθαίνουν χωρίς ποτέ να έχουν ακούσει πραγματικά τον εαυτό τους, αιώνια κουφοί απέναντι στον ίδιο τους τον λόγο, στο σώμα τους που ουρλιάζει αντί να μιλά. Μια κώφωση που από μόνη της αρκεί για να δικαιολογήσει την ψυχανάλυση. Αν βέβαια χρειάζεται ακόμα να δικαιολογηθεί.»
Τι εννοεί όμως ο Λακάν όταν λέει «να ακούν τον εαυτό τους»; Η ψυχαναλυτική ακρόαση είναι ιδιαίτερη και σημαντική, τόσο για τον/την αναλυτή/τρια όσο και για τον/την/το αναλυόμενου/ης/ο. Πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της διαδικασίας και χωρίς αυτήν δεν έχουμε ψυχανάλυση. Ο/Η/Το αναλυόμενος/η/ο καλείται να μάθει να ακούει τον εαυτό του/της με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από τον συνηθισμένο, κάτι που αναλαμβάνει πρώτος/η ο/η αναλυτής/τρια. Όπως έλεγε ο Φρόυντ και επαναλαμβάνουν όλοι οι ψυχαναλυτές/τριες, στην ψυχανάλυση ελπίζουμε πως ο/η/το αναλυόμενος/η/ο, μιλώντας, θα μπορέσει να μας διηγηθεί όχι μόνο αυτά που γνωρίζει, αλλά κυρίως εκείνα που δεν γνωρίζει (ακόμα). Καθώς μιλά για την καθημερινότητα, για τα προβλήματα, για τα συμπτώματα, αναδύονται χωρίς να το αντιλαμβάνεται οι ασυνείδητες συνδέσεις, συγκρούσεις, φαντασιώσεις και επιθυμίες. Γι’ αυτό, συχνά οι θεραπευτές/ριες ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, στην αρχή της θεραπείας, θέτοντας το πλαίσιο, ζητούν από τους/τις/τα θεραπευόμενους/ες/α να μιλούν όσο το δυνατόν πιο ελεύθερα, χωρίς να σκέφτονται υπερβολικά. Σκοπός λοιπόν είναι να «ακουστεί» το καταπιεσμένο (και καμουφλαρισμένο) ψυχικό υλικό, που για τους ψυχαναλυτές απορρέει από το ασυνείδητο. Αυτό γίνεται πρώτα από τον/την θεραπευτή/τρια και, με τον καιρό, καθώς ο/η/το αναλυόμενος/η/ο προχωρά στη διαδικασία, ανακαλύπτει σταδιακά αυτό το περιεχόμενο και με την συγκεκριμένη στάση του/της αναλυτή/ριας, θα μπορέσει να αναπτύξει και εκείνος/η/ο αυτού του είδους την «ακρόαση».
Όπως είναι αντιληπτό, η επαφή με το ασυνείδητο –και όλα όσα αυτό περιλαμβάνει– για τους/τις/τα περισσότερους/ες/α, δεν είναι απλή υπόθεση. Για τον λόγο αυτό, οι άνθρωποι επιστρατεύουν (ασυνείδητα) τους γνωστούς μηχανισμούς άμυνας, προκειμένου να διαχειριστούν τις εσωτερικές ασυνείδητες ή και συνειδητές συγκρούσεις τους. Συχνά παρατηρείται ότι οι άνθρωποι αποφεύγουν να μιλήσουν για θέματα που τους απασχολούν και να αναρωτηθούν ή να επεξεργαστούν τις ψυχικές τους διεργασίες (ενδεχομένως ακόμη και την ίδια την ψυχανάλυση). Η στάση αυτή ενδέχεται να μαρτυρά έναν φόβο, μια εσωτερική σύγκρουση και, τελικά, μια ασυνείδητη ανάγκη για «προστασία». Μια προστασία, όμως, που λειτουργεί με έναν παράδοξο τρόπο καθώς τους/τις/τα κρατά σε μια θέση επανάληψης και ενδεχομένως «ακατανόητης» ψυχικής οδύνης, της οποίας η αιτία δεν είναι πλήρως συνειδητή—όπως δεν είναι και η αντίδραση του ψυχισμού σε αυτήν. Για αυτό όταν η Seriema λέει: «Ήταν δικό μου λάθος, εγώ φταίω.» Ο Lacan της απαντά: «Είχατε ευθύνη, αλλά δεν φταίτε. Δεν ήταν μια συνειδητή πράξη. Δεν αγνοήσατε το πρόβλημα εκούσια.»
Η ψυχανάλυση, λοιπόν, στηρίζεται θεμελιωδώς στην έννοια του ασυνειδήτου (άλλο ένα σημείο συχνής κριτικής εναντίον της), και δεν το θεωρεί σε καμία περίπτωση μια αυτοματοποιημένη, χωρίς νόημα συμπεριφορά η οποία προκύπτει από την μίμηση ή την μάθηση. Η ανάλυση της Seriema το αναδεικνύει καθώς και το πως μπορεί να επηρεάσει την ζωή της. Την παρακολουθούμε, μέσα από όλες αυτές τις διαδικασίες ανακάλυψης, να οδηγείται στις τελευταίες της συνεδρίες, όπου κατορθώνει να ακούσει τον εαυτό της, να απαντήσει μόνη της καίρια ερωτήματα, να επανερμηνεύσει το παρελθόν της ώστε να χαράξει έναν νέο δρόμο και ξεκινώντας τον, να μπορέσει να πει «Adieu, Lacan!»
Link με υλικό της ταινίας :https://www.richardledes.com/adieulacan
Link με κριτική για την ταινία & συνέντευξη με τον σκηνοθέτη :https://static1.squarespace.com/static/59e647bf1f318d1770545814/t/6421f3cfb53ebe7a0cf46b29/1679946704672/%E2%80%9CHand+Grenade+Film%E2%80%9D-+Psychoanalyst+Interviews+American+Film+Director+About+His+Movie+Adieu+Lacan.pdf