Ανάμεσα στο τέλειο και στο αληθινό: Ο ρόλος της θεραπείας
Τσάμπα δράμα
Όπως με τις δραματικές σχολές
που ’χουν όριο ηλικίας αυστηρό στα 25
κι έπειτα, δεν πα να χτυπιέσαι, δε σ’ αφήνουνε να μπεις,
έτσι έπρεπε να συμβαίνει και με τους ψυχαναλυτές
Άμα έχεις περάσει τα 25, να μη σε δέχονται, να σου λένε κατάμουτρα:
«είσαι τελειωμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, βγάλε άκρη μόνος σου».
Ν’ αρκούνται μόνο να σου δώσουν ένα μπουκάλι ουίσκι,
ένα σκοινί και την ευχή τους, σα να ’τανε παπάδες.[1]
Διαβάζοντας το παραπάνω ποίημα έρχονται στο νου λόγια ανθρώπων που εκφράζουν -με λιγότερο καλλιτεχνικό τρόπο ίσως- την άποψη (ή και τον φόβο) του ποιητή σχετικά με την ψυχοθεραπεία. Προκαλεί ερωτήματα και σκέψεις, καθώς ακουμπά στην ανθρώπινη ανασφάλεια απέναντι στην αλλαγή, ιδίως όταν οι άνθρωποι νιώθουν ή φοβούνται πως η ευκαιρία για κάτι διαφορετικό στη ζωή τους έχει χαθεί.
Υπάρχει άραγε μια κοινή συνταγή ή ένας κανόνας βάσει του οποίου οι ειδικοί να αποφασίζουν ποιοι/ες/α μπορούν να ξεκινήσουν θεραπεία και μέχρι πότε; Η πραγματικότητα, ως συνήθως, πιο σύνθετη και σε αντίθετη κατεύθυνση από το ποίημα μας. Δυστυχώς – ή ευτυχώς – οι ψυχολόγοι δεν μπορούν να πάρουν τον ρόλο της απόλυτης αυθεντίας, όσο κι αν συχνά αυτός τους αποδίδεται από την κοινωνία ή πολλές φορές αρέσκονται να τον παίρνουν και μόνοι/ες/α τους. Δεν μπορούν και δεν πρέπει να θέσουν κανόνες για το ποιοι/ες/α και πότε μπορούν να κάνουν θεραπεία. Η ψυχοθεραπεία οφείλει να παραμένει ανοιχτή και προσαρμοστική, αναγνωρίζοντας ότι η δυνατότητα για ανακούφιση, κατανόηση και σύνδεση δεν έχει ημερομηνία λήξης και απευθύνεται σε όλους/ες/α, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας κ.ά.
Η θεραπευτική διαδικασία, λοιπόν, δεν μπορεί να βασιστεί σε αυθαίρετα όρια ή καθολικούς κανόνες. Οι εργαζόμενοι/ες στον χώρο της ψυχικής υγείας συχνά λένε:
«Όλοι/ες/α μπορούν να κάνουν θεραπεία, αρκεί να το επιθυμούν. Η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει κάποιος/α/ο τη θεραπεία είναι όταν το ίδιο το άτομο νιώθει έτοιμο να το κάνει». Και είναι αλήθεια ίσως λίγο κλισέ, αλλά αλήθεια. Η θεραπεία δεν μπορεί να επιβληθεί. Πρόκειται για μια διαδικασία που γεννιέται μέσα από την επιθυμία. Άλλωστε, η επιθυμία περιέχει μέσα της μια κινητήρια δύναμη, έναν δρόμο προς τον Άλλον. Με άλλα λόγια είναι η δύναμη που θα σπρώξει το κάθε άτομο να μετακινηθεί από τη θέση «βγάλε άκρη μόνος σου» στη θέση της αναζήτησης για σύνδεση και επικοινωνία.
Έχει, όμως, τελικά όριο ηλικίας αυτή η επιθυμία; Στο ποίημα προτείνεται η ηλικία των 25 ετών ως ανώτατο όριο. Παρόλο που η υπόθεση αυτή φαντάζει υπερβολική (οι ποιητές άλλωστε το έχουν αυτό), αντικατοπτρίζει ένα ερώτημα που πολλοί/ές/ά έχουν έρθει ή θα έρθουν αντιμέτωποι/ες/α όταν η πιθανότητα ψυχοθεραπείας πέφτει στο τραπέζι. Ερωτήσεις ή δηλώσεις όπως : «είναι πολύ αργά για να αλλάξω» ή «(στην ηλικία μου) τι να μου κάνει η ψυχοθεραπεία;», «Το διαχειρίζομαι μόνος/η/ο μου», κρύβουν πρωτίστως βαθιές και καμιά φορά άκαμπτες αντιστάσεις απέναντι στη θεραπευτική διαδικασία, φόβο και δυσκολίες. Οι ανθρώπινοι φόβοι γύρω από τη θεραπεία, είτε συνδέονται με την ηλικία είτε με άλλους παράγοντες, είναι ένα καθολικό και διαχρονικό φαινόμενο. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ανθρώπινου ψυχισμού, είναι βαθιά κατανοητοί και αναμενόμενοι.
Ωστόσο, παράλληλα με αυτές τις αμυντικές φωνές πολλές φορές κρύβεται και κάτι ακόμα: μια ισχυρή σύνδεση της θεραπείας με το άμεσο και ορατό αποτέλεσμα. Υπάρχει μια άρρητη σκέψη ότι, εφόσον κάποιος/α/ο ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, πρέπει να «απο-δείξει» κάτι – είτε αυτό αφορά μια αλλαγή, μια λύση ή μια «επιτυχία». Σε αυτό το σημείο, ευθύνη φέρουν και οι ειδικοί της ψυχικής υγείας, καθώς είναι εύκολο να παρασυρθεί κανείς από τη ζήτηση για «γρήγορα» ή «μετρήσιμα», πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, οδηγούμαστε στην αποσιώπηση ή την παραμέληση ενός από τους πιο ουσιώδεις ρόλους της ψυχοθεραπείας: τη βαθιά ψυχική ανακούφιση και αποσυμπίεση. Μια ανάγκη που δεν γνωρίζει όρια ηλικίας κι ούτε συνδέεται με «επιδόσεις».
Η εποχή μας διακρίνεται από την κυριαρχία της εξιδανικευμένης και επιτυχημένης, ψηφιακής(και όχι μόνο) εικόνας. Στις δυτικές κοινωνίες, και ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όλα τείνουν να παρουσιάζονται ολοένα και περισσότερο μέσα από ένα φίλτρο τελειότητας: όλοι/ες/α είναι χαρούμενοι/ες/α, επιτυχημένοι/ες/α, με μια ζωή γεμάτη λάμψη και ευτυχία. Παράλληλα, παρατηρείται ένα θετικό άνοιγμα στον δημόσιο διάλογο γύρω από την ψυχική υγεία. Μιλάμε πιο ανοιχτά για τη σημασία της ψυχοθεραπείας και την ανάγκη αποδοχής της ανθρώπινης ευαλωτότητας. Το λεξιλόγιο της ψυχοθεραπείας έχει αρχίσει να ενσωματώνεται στον καθημερινό λόγο με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη.
Κι όμως, μέσα σε αυτή την «ανοιχτότητα», υπάρχει ένα παράδοξο: δεν φαίνεται να υπάρχει χώρος για την ψυχική οδύνη. Μιλάμε για την αναγκαιότητα της ψυχικής υγείας, για τα οφέλη της ψυχοθεραπείας με έναν τρόπο που ο ψυχικός πόνος και η δυσκολία παραμένουν ακόμα ανεπιθύμητα, σαν κάτι το οποίο πρέπει να εξοριστεί ή, εάν εμφανιστεί, να κρυφτεί γρήγορα, «να μην φαίνεται».
Έτσι, η φιλοσοφία της αψεγάδιαστης εικόνας έχει γλιστρήσει και στον τομέα της ψυχικής υγείας, ενισχύοντας μια εξιδανικευμένη οπτική. Η πολυσύνθετη φύση του ανθρώπινου ψυχισμού συχνά καλύπτεται πίσω από «ωραίες φρασούλες», οι οποίες απευθύνονται σε όλους/ες/α, όπως: «άκουσε τον εαυτό σου», «αγάπησε τον εαυτό σου», «αυτοφροντίδα», και άλλες σύντομες φράσεις. Αν και κάποιες από αυτές δεν είναι απαραίτητα λανθασμένες, παραμορφώνουν την έννοια της θεραπείας, την παρουσιάζουν με έναν απλοϊκό τρόπο, δημιουργώντας έτσι μια διαστρεβλωμένη εικόνα. Αυτό αντηχεί στα λόγια του ποιήματος, όπου οι παπάδες προσφέρουν «ευχές» και οι ψυχολόγοι «ένα μπουκάλι ουίσκι». Μπορεί στο ποίημα, η απλοποίηση της ανθρώπινης οδύνης και αναγκών σε τέτοιες «συνταγές» ή «ευχές» να φαίνεται εκ πρώτης όψεως αστεία, αναδεικνύει στην πραγματικότητα ότι, συχνά, στην κοινωνία μας, αντί η προσοχή να στραφεί στην πολυπλοκότητα και την πολυδιάστατη φύση του ανθρώπου ενθαρρύνονται οι γενικές, εύκολες «λύσεις».
Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια πίεση να αποκρύπτεται το δυσάρεστο, το περίπλοκο, να αποφεύγεται ό,τι προκαλεί δυσφορία. Έτσι, η προσοχή μας επικεντρώνεται σε κάτι που μπορεί να γίνει «μετρήσιμο», και ίσως λίγο πιο εύκολα εμπορεύσιμο. Πρόκειται, όμως, για έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο εγκλωβιζόμαστε – θεραπευτές/ριες και θεραπευόμενοι/ες/α – χωρίς πολλές φορές να το αντιλαμβανόμαστε, δημιουργώντας ένα «διπλό φορτίο» στις πλάτες μας, καθώς κάθε άτομο που έχει να αντιμετωπίσει τους δικούς του φόβους, ερωτήματα και θέματα, παγιδεύεται επιπρόσθετα στις κοινωνικές φαντασιακές κατασκευές της τελειότητας που κυριαρχούν.
Η θεραπεία όμως, είναι – ή θα πρέπει να είναι – ακριβώς αυτός ο χώρος που μπορεί να υπάρξει αυτό το «άσχημο», ο πόνος, ό,τι «δεν αντέχεται» και ό,τι δεν φαίνεται. Όχι για να μας συνθλίψει, αλλά για να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, να διερευνηθεί. Γιατί όσο καταπιέζεται, τόσο ισχυρότερο επιστρέφει και επαναλαμβάνεται.
Η ψυχοθεραπεία και ο αντίκτυπος που έχει στην ψυχοσύνθεση κάθε ατόμου δεν είναι ίδια για όλους/ες/α ούτε μπορούν να χωρέσουν σε ενα ινσταγκριμικό ποστ ή quote. Δεν υπόσχεται μαγικές λύσεις ή εύκολες απαντήσεις ούτε είναι ο χώρος όπου, μόλις πατήσει κανείς το ποδαράκι του, όλα ξαφνικά γίνονται υπέροχα. Παρόλο που τα οφέλη της είναι τεράστια και η διαδικασία μπορεί να φέρει πραγματική ανακούφιση, κατανόηση και αλλαγή, δεν πρόκειται για ένα είδος «makeover» που θα διορθώσει τα πάντα σε μια στιγμή. Αυτό, δεν συνεπάγεται την εγκατάλειψη της ελπίδας ότι κάτι μπορεί να αλλάξει — ότι μια κατάσταση, εσωτερική ή εξωτερική, δύναται να μετασχηματιστεί ή να βελτιωθεί. Η ικανότητα να φανταστεί κανείς μια διαφορετική πραγματικότητα είναι ουσιώδης και ζωτική. Εντούτοις, η αλλαγή δεν συμβαίνει άμεσα ούτε ακολουθεί την ίδια διαδρομή για όλους/ες/α. Απαιτεί χρόνο, προσωπική δέσμευση ,υπομονή και δεν υπακούει σε προβλέψεις.
Η ψυχοθεραπεία λοιπόν, προσφέρει την δυνατότητα, ώστε το κάθε υποκείμενο– ακόμα κι αν αισθάνεται «τελειωμένο» – να αναδυθεί και να υπάρξει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Αντί να προσπαθεί μόνο και αποκλειστικά να διώξει τον πόνο, τον αναγνωρίζει ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας και τον αφήνει να εκφραστεί. Από εκεί, αρχίζουν να ανοίγονται νέοι δρόμοι, όπου το άτομο μπορεί να βρει τη δική του φωνή, ακόμα και μέσα στην αβεβαιότητα ή τη δυσκολία. Επιτρέπει στο άτομο αρχικά να ανακουφιστεί, να συνυπάρξει με αυτό που είναι δύσκολο, «άσχημο», ξένο ακόμα και επώδυνο, να το κατανοήσει, με απώτερο σκοπό να το «μεταμορφώσει» και ίσως- γιατί όχι- να το αποδαιμονοποιήσει.
-
Τσάμπα δράμα, Διγ.(Δημήτρις Γαρρής) : https://saligari.net/poihmata/tsaba-drama/ ↑